κακοτεχνία — κακοτεχνίᾱ , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc/acc dual κακοτεχνίᾱ , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεχνίᾳ — κακοτεχνίαι , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc pl κακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνία base artifice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεχνίας — κακοτεχνίᾱς , κακοτεχνία base artifice fem acc pl κακοτεχνίᾱς , κακοτεχνία base artifice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεχνίαι — κακοτεχνία base artifice fem nom/voc pl κακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνία base artifice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεχνίαν — κακοτεχνίᾱν , κακοτεχνία base artifice fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεχνιῶν — κακοτεχνία base artifice fem gen pl κακοτεχνίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεχνίαις — κακοτεχνία base artifice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεχνίην — κακοτεχνία base artifice fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… … Dictionary of Greek
ԶՐԱՐՈՒԵՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical գ. Զուր եւ անշահ արուեստ, կամ աշխատութիւն. յն. զրաջանութիւն ματαιοπονία . եւ Չարարուեստութիւն κακοτεχνία. *Մինչդեռ խնդրէին, թէ զի՛նչ արուեստն իցէ, եւ զի՛նչ չարարուեստն, եւ ʼի զրարուեստութիւնս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)