κακοτεχνία

κακοτεχνία
η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος]
νεοελλ.-μσν.
κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία
μσν.-αρχ.
κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος
αρχ.
1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.)
2. πληθ. αἱ κακοτεχνίαι
α) (ως δικανικός όρος) δόλια τεχνάσματα σε δίκη, ψευδείς μαρτυρίες («κακοτεχνιῶν διαδικάζεσθαι», Πλάτ.)
β) δωροδοκίες («δόλοι και ἐπιορκίαι καὶ κακοτεχνίαι», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοτεχνία — κακοτεχνίᾱ , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc/acc dual κακοτεχνίᾱ , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίᾳ — κακοτεχνίαι , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc pl κακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνία base artifice fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίας — κακοτεχνίᾱς , κακοτεχνία base artifice fem acc pl κακοτεχνίᾱς , κακοτεχνία base artifice fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίαι — κακοτεχνία base artifice fem nom/voc pl κακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνία base artifice fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίαν — κακοτεχνίᾱν , κακοτεχνία base artifice fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνιῶν — κακοτεχνία base artifice fem gen pl κακοτεχνίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίαις — κακοτεχνία base artifice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίην — κακοτεχνία base artifice fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… …   Dictionary of Greek

  • ԶՐԱՐՈՒԵՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical գ. Զուր եւ անշահ արուեստ, կամ աշխատութիւն. յն. զրաջանութիւն ματαιοπονία . եւ Չարարուեստութիւն κακοτεχνία. *Մինչդեռ խնդրէին, թէ զի՛նչ արուեստն իցէ, եւ զի՛նչ չարարուեստն, եւ ʼի զրարուեստութիւնս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”